απροσπέραστος

απροσπέραστος
-η, -ο
επίρρ. εκείνος τον οποίο δεν προσπέρασε ή δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει, αξεπέραστος: Ο άλλος ήταν απροσπέραστος, όταν πήγε να προσπεράσει κι εκείνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροσπέραστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορούν να προσπεράσουν, ο αξεπέραστος, ο ανυπέρβλητος …   Dictionary of Greek

  • απέραστος — η, ο και απέρ(ν)αγος, η, ο επίρρ. α 1. αδιάβατος: Ύστερα από τη βροχή το ποτάμι ήταν απέραστο. 2. αυτός που δεν πέρασε: Η κλωστή ήταν απέραστη στη βελόνα. 3. απροσπέραστος, ανυπέρβλητος: Φαίνεται πως το εμπόδιο αυτό είναι απέραστο. 4. αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”